- ὑπακοή
- ἡ ὑπακοή ≃ послушание
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Смотреть что такое "ὑπακοή" в других словарях:
υπακοή — η 1) послушание – подчинение воле другого человека: υπακοή στους γονείς послушание родителям, υπακοή στον πνευματικό послушание духовнику, κάνω υπακοή быть, находиться в послушании. В монастырской жизни оно обозначает какое нибудь дело, которое… … Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко)
ὑπακοῇ — ὑπακοή obedience fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπακοή — obedience fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπακοή — η / ὑπακοή, ΝΜΑ [υπακούω] 1. το να υπακούει κανείς, ευπείθεια (α. «υπακοή στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῡ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ) 2. εκκλ. τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο τέλος τής τρίτης ωδής τού κανόνος,… … Dictionary of Greek
υπακοή — η το να υπακούει κανείς, η ευπείθεια, η υποταγή, η πειθαρχία: Υπακοή στους νόμους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπακοή — [ипакои] ουσ. θ. повиновение, послушание … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь)
ὑπακοῆι — ὑπακοῇ , ὑπακοή obedience fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπακοῆς — ὑπακοή obedience fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπακοήν — ὑπακοή obedience fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπακοῶν — ὑπακοή obedience fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με … Dictionary of Greek